Μύθοι και πραγματικότητα στο Βυζάντιο
Picture

Η γυναίκα στο Βυζάντιο

από τη Σκούρση - Σιγανού Στεφανία και τη Στεφανοπούλου Σοφία

Picture
 

Σύμφωνα με τα σύγχρονα πολιτικά-πολιτειακά δεδομένα, βασική προϋπόθεση απόκτησης της ιδιότητας του πολίτη αποτελεί το δικαίωμα ψήφου κι η ενεργός συμμετοχή του ατόμου στη δημόσια ζωή, ανεξαρτήτως φύλου. Ωστόσο, όπως επισημάνθηκε, αυτές οι προϋποθέσεις αντανακλούν το παρόν. Στο παρελθόν, η ιδιότητα του πολίτη απονέμονταν με διαφορετικούς όρους. Στην κλασική Αθήνα π.χ.: ως πολίτες χαρακτηρίζονταν μονάχα οι ελεύθεροι άρρενες, τέκνα που προήλθαν από το νόμιμο γάμο γυναίκας και ανδρός που ήταν Αθηναίοι. Συνεπώς, από τα κοινά αποκλείονταν  μεγάλες πληθυσμιακές ομάδες, όπως π.χ.: οι γυναίκες, οι μέτοικοι και οι δούλοι.
Στην περίπτωση του Βυζαντίου, η κοινωνία ήταν διαρθρωμένη βάσει μιας αυστηρής ιεραρχίας, στην κορυφή της οποίας βρισκόταν ο αυτοκράτορας κι ακολουθούσαν η αυτοκρατορική οικογένεια, οι παλατιανοί αξιωματούχοι, οι αξιωματούχοι της εκκλησίας κι οι δυνατοί, όπως λέγονταν οι πλούσιοι γαιοκτήμονες. Οι άρχοντες -αριστοκρατία του πλούτου- ήταν οι κοινωνικά προνομιούχοι. Οι λαϊκές τάξεις -αστικός και γεωργικός πληθυσμός- αποτελούσαν τη βάση της πυραμίδας. Για όλους τους παραπάνω λόγους και γι’ άλλους ακόμη, η βυζαντινή κοινωνία ήταν κοινωνία ανισότητας τόσο μεταξύ των κοινωνικών στρωμάτων, όσο και μεταξύ των δικαιώματα ανάμεσα στα δύο φύλα.
Ειδικότερα, οι ευρύτερες μάζες των γυναικών ήταν παραγκωνισμένες απ’ το προσκήνιο της πολιτικής και κοινωνικής δράσης της εποχής τους. Κατ’ επέκταση, η σχέση του τρόπου ζωής μιας βυζαντινής αρχόντισσας με τον τρόπο ζωής μιας βυζαντινής γυναίκας της μεσαίας και κατώτερης τάξης παραπέμπει σε ανισότητες και διαφορές που εντοπίζει κανείς κι ανάμεσα στα φύλα. (Ανεξάρτητα από κοινωνικό στρώμα ή τάξη, εφόσον η γυναίκα στο Βυζάντιο, πρακτικά, αντιμετωπίζεται ως ασθενές φύλο). Φυσικά κι αδιαμφισβήτητα, η θέση της γυναίκας στη βυζαντινή κοινωνία ήταν υποβαθμισμένη σε σχέση με του άνδρα κι η αναφορά των περισσοτέρων γενικών εγχειριδίων βυζαντινής ιστορίας στα τρανταχτά και μεμονωμένα παραδείγματα γυναικών, όπως η Θεοδώρα του Ιουστινιανού ή η Άννα η Κομνηνή, αποδεικνύει, γι’ ακόμη μια φορά, πως η εξαίρεση επιβεβαιώνει τον κανόνα.
Οπωσδήποτε, η γυναικεία παρουσία στη βυζαντινή κοινωνία συνέβαλε στη διαμόρφωσή της σε μια εποχή, κατά την οποία το γυναικείο ιδεώδες συνδέεται στενά με τη φιλανθρωπία και την κοινωνική πρόνοια, σε αντίθεση με το ανδρικό ιδεώδες που σχετίζεται με πολέμους και βιαιότητες. Μάλιστα, ο ρόλος της αγίας γυναίκας στη βυζαντινή κοινωνία, ως προς τη βαρύτητά του στη δημιουργία προτύπων εναλλακτικής ή συμβατικής φύσεως, υπήρξε άλλοτε διαλυτικός κι άλλοτε ενδυναμωτικός του θεσμού του γάμου. Άλλωστε, ο τρόπος που απεικονίζεται η γυναίκα στη βυζαντινή αγιογραφία, αλλά και σε κοσμικές παραστάσεις, όπως επίσης κι ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζεται στις ιστορικές πηγές είναι ιδιαίτερα αντιφατικός κι αμφίσημος. Όσο για το ιδιαίτερο προφίλ που εμφανίζει η λόγια πριγκίπισσα Άννα η Κομνηνή, αυτό οφείλεται στον καθοριστικό ρόλο που έπαιξε στη διάσωση της αγαθής φήμης του αυτοκράτορα πατέρα της, στη σημαντική συμβολή της στην προβολή του ανδρικού αριστοκρατικού ιδεώδους και τέλος, στη συμμετοχή της σε μια ελευθεριότητα απόψεων που διέκρινε αρκετές από τις γυναίκες της τάξης της. Για τη δράση των λιγότερο επώνυμων γυναικών και πολύ περισσότερο τη δράση των ανωνύμων γυναικών της μεσαίας και κατώτερης τάξης, αυτή υπήρξε έντονη κατά την περίοδο των μεγάλων αιρέσεων και, κυρίως ,κατά την Εικονομαχία. Στις περιπτώσεις αυτές, ολόκληρα πλήθη γυναικών, σύμφωνα με τις πηγές, εξέρχονται της ιδιωτικής σφαίρας της καθημερινότητάς τους και εισέρχονται σε μια συναρπαστικότερη δημόσια σφαίρα ζωής και δραστηριοποίησης.
Μεγάλο κεφάλαιο στην Ιστορία του ευρωπαϊκού πολιτισμού είναι η μεταλαμπάδευση του βυζαντινού - ελληνικού πολιτισμού στη δυτική Ευρώπη από τις βυζαντινές πριγκίπισσες που παντρεύτηκαν ξένους ευγενείς. Όταν ο Όθων Β΄ παντρεύτηκε την πορφυρογέννητη πριγκίπισσα Θεοφανώ, ακολουθώντας την αποφασιστική αυτή γυναίκα πλήθος Ελλήνων απ’ την Ανατολή και τη νότιο Ιταλία ήρθαν στο βορρά και εντάχθηκαν οργανικά στη γερμανική αυτοκρατορική αυλή. Εκεί, η Θεοφανώ σκανδάλισε τους ντόπιους αριστοκράτες, διότι φορούσε μεταξωτά και έκανε μπάνιο, σύμφωνα με τις συνήθειες των Κωνσταντινοπολιτών: στην Κωνσταντινούπολη του 12ου αιώνα υπήρχαν 33 δημόσια λουτρά και, κατά μέσο όρο, οι Βυζαντινοί, αριστοκράτες και αστοί, λούζονταν σε αυτά 3 φορές την εβδομάδα. «Φριχτές» συνήθειες, που σύμφωνα με όραμα μιας αυστηρής καθολικής γερμανίδας μοναχής, θα την έστελναν στην κόλαση (Στ. Ράνσιμαν, Βυζαντινός Πολιτισμός, Αθήνα 1979). Τα ίδια περίπου προβλήματα αντιμετώπισε στη Βενετία, όπου παντρεύτηκε, η εξαδέλφη της Μαρία η Αργυρή, επειδή εισήγαγε τη χρήση του πιρουνιού.
Στη διάρκεια της μακραίωνης βυζαντινής ιστορίας, αναφέρονται πολλές μορφωμένες και καλοαναθρεμμένες γυναίκες. Οι δυνατότητες, όμως, για τη μόρφωση εν γένει των γυναικών στο Βυζάντιο ήταν πολύ περιορισμένες. Μερικοί ιστορικοί, ερευνώντας τις πηγές, διαπίστωσαν ότι ήδη απ’ τον 4ο αιώνα υπήρχαν δάσκαλοι κοριτσιών κι ήταν δυνατόν στις μεσαίες κοινωνικές τάξεις να τα στέλνουν μαζί με τα αγόρια στο σχολείο του Γραμματιστή (στοιχειώδης εκπαίδευση), για να μάθουν να γράφουν και να διαβάζουν. Έχουμε ακόμη μαρτυρίες ότι, όπως τα αγόρια πήγαιναν σε ανδρικά μοναστήρια, για να διδαχθούν, όμοια και τα κορίτσια πήγαιναν σε γυναικεία. Είναι βέβαιο ακόμα ότι τα κορίτσια που ανήκαν σε πλουσιότερες τάξεις, έπαιρναν την ίδια περίπου μόρφωση με τα αδέρφια τους, καθώς η διδασκαλία γινόταν στο σπίτι από ιδιωτικούς δασκάλους. Οπωσδήποτε, όμως, οι γυναίκες δεν μπορούσαν να πάνε στην ανώτατη εκπαίδευση. Παρ’ όλες όμως αυτές τις δυσκολίες συναντούμε πολλές φωτισμένες γυναίκες με ευρύτατη πνευματική καλλιέργεια, όπως η Υπατία στην Αλεξάνδρεια, φαινόμενο μοναδικό γυναίκας με πανεπιστημιακή μόρφωση, η Πουλχερία, αδερφή του Θεοδοσίου του Β΄ κι η σύζυγός του Αθηναΐδα - Ευδοκία κόρη του Αθηναίου φιλοσόφου Λεοντίου, η οποία συνετέλεσε στη σύνταξη του «Θεοδοσιανού κώδικα», η ποιήτρια Κασσιανή σπουδαία υμνωδός της ορθόδοξης Εκκλησίας, η μεγάλη ιστορικός Άννα Κομνηνή, συγγραφέας του ιστορικού έργου «Αλεξιάς» όπου εξιστορεί τα συμβάντα κατά τη διάρκεια της βασιλείας του πατέρα της Αλεξίου Α΄ του Κομνηνού. Ήταν επίσης ερασιτέχνης γιατρός και γνώριζε τόσα πολλά για την ιατρική, όσα κι ένας επαγγελματίας γιατρός. Διάσημες για τη μόρφωσή τους ήταν οι κόρες του Κωνσταντίνου του Ζ΄ του Πορφυρογέννητου, και η Ειρήνη, κόρη του μεγάλου Λογοθέτη Μετοχίτη. Πρέπει ακόμα ν’ αναφέρουμε την ανεψιά του αυτοκράτορα Μιχαήλ Η΄ του Παλαιολόγου Θεοδώρα Ραούλαινα Παλαιολογίνα που κατείχε πολλούς κώδικες με έργα αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων, ορισμένους από τους οποίους είχε αντιγράψει η ίδια. Πολλές γυναίκες στο Βυζάντιο είχαν γνώσεις Ιατρικής κι εργάζονταν κυρίως στα γυναικεία τμήματα των νοσοκομείων, όπου είχαν ίση θέση δίπλα στους άνδρες συναδέλφους τους.
Στη συνέχεια, θα αναφερθούμε στις γυναίκες που δεν ήταν γεννημένες μέσα στην πορφύρα (αυτοκρατορικό δωμάτιο που γεννιόντουσαν οι γόνοι των αυτοκρατόρων), αλλά σε αυτές που κατοικούν έξω απ’ τα αυτοκρατορικά παλάτια, για να διαπιστώσουμε σε τι μοιάζουν και σε τι διαφέρουν η αξιοσέβαστη σύζυγος ενός διοικητικού αξιωματούχου κι η κοπέλα που εκπορνεύεται, ποια είναι η συμπεριφορά τους απέναντι στο διπλό και πρωταρχικό πρόβλημα που ορθώνεται μπροστά στη γυναίκα του Βυζαντίου: το δίλημμα ανάμεσα στο γάμο και στον έρωτα.
Σ’ όλη την κοινωνική κλίμακα του Βυζαντίου, η σύζυγος ήταν πριν απ’ όλα η κυρία του σπιτιού κι ύστερα, αν παρέμεινε ακόμη έστω και λίγο ωραία και νέα, ήταν ερωμένη. Το να ήταν κάποια γυναίκα νοικοκυρά σ’ ένα σπίτι μέσου μεγέθους στο Βυζάντιο δεν ήταν εύκολο πράγμα, όπως μας το παρουσιάζει ο ποιητής, Θεόδωρος Πτωχοπρόδρομος. Η γυναίκα του ποιητή, τριάντα πέντε ετών, χάρισε στο σύζυγό της τέσσερα παιδιά. Το σπίτι της, το οποίο βρισκόταν σε μια λαϊκή συνοικία, μακριά από το κέντρο της πόλης, ήταν ιδιοκτησία της. Προερχόμενη από εύπορη οικογένεια, παντρεύτηκε στην ηλικία των εικοσιτεσσάρων ετών, ύστερα από το θάνατο του πατέρα της σε μια κακιά ώρα, ένα ποιητή ράθυμο και φτωχό, ο οποίος, τα μόνα πράγματα που κουβάλησε στη συζυγική κοινότητα, ήταν το άλογό του και μια χαλασμένη φουφού. Η συμβίωση, όμως, «πάει καλά»! Ο σύζυγος δεν ασχολούταν με καμιά δουλειά, έγραφε στίχους ή αγόρευε από το πρωί μέχρι το βράδυ στην ταβέρνα. Όταν επέστρεφε τρεκλίζοντας στο σπίτι, δοκίμαζε συχνά τη δυσάρεστη αίσθηση να τον αρπάζει ένας υπηρέτης και να τον πετάει έξω στο δρόμο. Ύστερα το παράθυρο άνοιγε και το εκδικητικό χέρι της συζύγου έριχνε στο πεζοδρόμιο τους στίχους του και τα χαρτιά του. Δεν τον άντεχε πια. Ακούστε την πως του τα έψελνε: «Φροντίζω το σπίτι και κάνω όλες τις δουλειές... Φροντίζω τα παιδιά καλύτερα κι από την καλύτερη παραμάνα... Υφαίνω μόνη μου τη ρόμπα που φορώ... Φτιάχνω τα πουκάμισα και τα παντελόνια». Στη συνέχεια ο τόνος της φωνής της ανεβαίνει: «Ποτέ δεν είδα φούστα, ποτέ δεν είδα από τα χέρια σου πασχαλιάτικο δώρο. Άντεξα έντεκα χρόνια φτώχειας και κακοπέρασης».
Η αποκρυστάλλωση της πυρηνικής οικογένειας που είχε ολοκληρωθεί ήδη τον 9ο αιώνα, άλλαξε ριζικά τον κοινωνικό ρόλο των γυναικών. Την περίοδο της Εικονομαχίας, οι γυναίκες συμμετείχαν ακόμη ενεργά στα κοινά, εμπλέκονταν μάλιστα ενεργά στη διαμάχη για τη λατρεία των εικόνων. Δεν είναι τυχαίο ότι η αποκατάσταση των εικόνων προωθήθηκε από δύο γυναίκες, τις αυτοκράτειρες Ειρήνη και Θεοδώρα. Στον Βίο του Αντωνίου του Νέου υπάρχει μια πολύτιμη λεπτομέρεια, που δείχνει ότι η δραστηριότητα των γυναικών δεν περιοριζόταν στις θρησκευτικές διαμάχες: όταν ο αραβικός στόλος, γύρω στο 825, επιτέθηκε στην Αττάλεια, ο κυβερνήτης της πόλης συγκέντρωσε στα τείχη όχι μόνο άνδρες αλλά και νεαρές γυναίκες ντυμένες με ανδρικά ρούχα.
Ωστόσο, οι κοινωνικές εξελίξεις τον 10ο αιώνα οδήγησαν στον περιορισμό των γυναικών στα στενά όρια της οικογένειας. Η αλλαγή στην αγιολογική παράσταση της γυναίκας εκφράζει αυτές τις κοινωνικές μεταβολές. Όπως έχει επισημάνει η Ε. Patlagean, ο τύπος της αγίας που, για να εξασφαλίσει τη σωτηρία της φορούσε ανδρικά ρούχα και παραβίαζε τους κανόνες της γυναικείας συμπεριφοράς, εξαφανίστηκε τον 9ο αιώνα. Αυτή η εκδοχή της αγιότητας αντικαταστάθηκε από την εικόνα της ιδανικής συζύγου, η οποία, όπως η Μαρία η νέα ή η Θωμαΐς της Λέσβου, ανεχόταν με ευσέβεια και υπομονή τη σκληρότητα, τη ζήλια ή την αδιαφορία ενός ανάξιου συζύγου.
Η παραδοσιακή εικόνα της βυζαντινής πατριαρχικής, πυρηνικής οικογένειας σκιαγραφείται από τον Κεκαυμένο. Η οικογένεια είναι αυτοδύναμη οντότητα, περιστοιχισμένη από ένα αόρατο τείχος που τη χωρίζει από τον υπόλοιπο κόσμο. Οποιοσδήποτε δεν είναι στενά δεμένος μαζί της, έστω και φίλος, μπορεί, εισχωρώντας στον εσωτερικό αυτό κύκλο, να ξελογιάσει τις γυναίκες, να μάθει τα οικογενειακά μυστικά και γενικά να διαταράξει την οικογενειακή τάξη. Μια καλή σύζυγος, προσθέτει ο Κεκαυμένος, είναι η μισή ζωή, η υπόσχεση για μια καλή τύχη. Οι σύζυγοι πρέπει να είναι πιστοί και να αποφεύγουν τον δεύτερο γάμο όταν χηρεύουν. Η ανατροφή των παιδιών αντιμετωπίζεται επίσης με μεγάλη σοβαρότητα. Τα παιδιά οφείλουν να φοβούνται και να σέβονται τον αρχηγό της οικογένειας, αλλά αυτή η στάση πρέπει να είναι απόρροια καλής ανατροφής και όχι τιμωρίας και ξυλοδαρμού. Τα ανύπαντρα κορίτσια δεν επιτρέπεται, βέβαια, να εκτίθενται στο βλέμμα των ανδρών που δεν είναι συγγενείς. Αυτός ο περιορισμός των γυναικών, συζύγων και θυγατέρων, προκύπτει έμμεσα και από άλλα κείμενα της εποχής. Περιγράφοντας ένα σεισμό, ο Ατταλειάτης παρατηρούσε ότι οι γυναίκες, οι οποίες συνήθως περιορίζονταν στους χώρους του σπιτιού που τους αναλογούσαν, ξεχύθηκαν χωρίς ντροπή στους δρόμους όταν άρχισαν οι δονήσεις. Επίσης, η Άννα Κομνηνή αναφέρει ότι οι γυναίκες, όταν έβγαιναν στο δρόμο, κάλυπταν προσεκτικά το πρόσωπό τους.
Συμπερασματικά, θα λέγαμε ότι η θέση της γυναίκας στη βυζαντινή κοινωνία ήταν σαφώς περιορισμένη. Φυσικά, οι γυναίκες που άνηκαν στο αυτοκρατορικό περιβάλλον έχαιραν προνομίων. Παρόλα αυτά, όμως, ήταν πάντοτε κοινωνικά κατώτερες από τους άντρες. Συχνά, υπήρξαν λαμπρές γυναικείες προσωπικότητες που αντιστάθηκαν στο κατεστημένο. Η ιστορία αναγνώρισε την προσφορά τους με μια θέση στις σελίδες της. Η σύγχρονη γυναίκα οφείλει να τιμήσει τη βυζαντινή ομόφυλή της, τουλάχιστον, στη συνείδησή της.